Η θρομβοφιλία δεν είναι μια σπάνια νόσος, εφόσον εμφανίζεται σε 1 στους 15 ανθρώπους, ενώ από μοριακές αναλύσεις αποδείχτηκε πως από θρομβοφιλία πάσχει 1 στους 7 Έλληνες.
Η θρομβοφιλία μπορεί να είναι κληρονομική (διαγιγνώσκεται εύκολα), αλλά και επίκτητη, καθώς μπορεί να προκύψει από διάφορες καταστάσεις (διαβήτης, καρκίνος, παχυσαρκία, έμφραγμα μυοκαρδίου, ακινησία, εγκυμοσύνη).
Η παρουσία θρομβοφιλίας πολλαπλασιάζει τους κινδύνους φλεβικής θρόμβωσης, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιακού επεισοδίου και επιπλοκών της κύησης (αποκόλληση πλακούντα, τοξιναιμία, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, πρώιμες αποβολές, ενδομήτριος θάνατος, προωρότητα, ελλειποβαρή νεογνά) από 10 έως 100 φορές, ανάλογα με τον τύπο θρομβοφιλίας και τους εξωτερικούς επιβαρυντικούς παράγοντες (υπέρβαρο, κύηση, λήψη ορμονών, κάπνισμα, ακινησία).
Η θρομβοφιλία κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνη, καθώς προκαλεί διάφορες άλλες σοβαρές επιπλοκές: από την αποκόλληση του πλακούντα, τον ενδομήτριο θάνατο, την πρόωρη γέννηση ή ακόμη και την αποβολή μέχρι την γέννηση νεογνών με ελλειπές βάρος.
Αυτό δε σημαίνει ότι όταν σε μία γυναίκα διαγνωστεί θρομβοφιλία κατά την εγκυμοσύνη της, θα έχει προβληματική κύηση ή θα χάσει το μωρό της. Η θρομβοφιλία εντοπίζεται με μια εξέταση και ανάλογα με τα αποτελέσματα αναλαμβάνει ο αιματολόγος να χορηγήσει στην έγκυο διάφορες ουσίες που μειώνουν την πηκτικότητα του αίματος. Ενώ υπάρχουν και αντιπηκτικά χάπια, στην περίπτωση της εγκυμοσύνης, αυτά απαγορεύονται γιατί προκαλούν βλάβες στο έμβρυο.
Περισσότερες πληροφορίες για την θρομβοφιλία θα βρείτε εδώ.
Νίκος Κανακάς
Μαιευτήρ - Γυναικολόγος